- αἰγλοφανής
- αἰγλο-φᾰνής, ές,A radiant, AP12.5 (Strat.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγλοφανής — αἰγλοφανής, ὲς (Α) ακτινοβόλος, φωτοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴγλη + φανὴς < ἐφάνην, παθητ. αόρ. β τού ρ. φαίνω] … Dictionary of Greek
αἰγλοφανεῖς — αἰγλοφανής radiant masc/fem acc pl αἰγλοφανής radiant masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)